- χιλιομετρικός
- η , ό[ν] километровый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χιλιομετρικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή ανάγεται στο χιλιόμετρο («χιλιομετρικός δείκτης») 2. αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα («χιλιομετρική απόσταση») 3. (στις ραδιοεπικοινωνίες) χαρακτηρισμός τής περιοχής ραδιοκυμάτων τών οποίων το μήκος… … Dictionary of Greek
χιλιομετρικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χιλιόμετρο, αυτός που υπολογίζεται σε χιλιόμετρα: Με τη διάνοιξη του νέου δρόμου η σχετική χιλιομετρική απόσταση ελαττώθηκε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… … Dictionary of Greek
ταχύμετρο — Γεωδαιτικό όργανο, που χρησιμοποιείται στην ταχυμετρική χωρογράφηση, για τη μέτρηση των οριζόντιων και των κατακόρυφων γωνιών β και ν, των αποστάσεων δ και των υψών h μεταξύ του σημείου στάσης και του προσδιοριζόμενου σημείου. * * * το, Ν 1. φυσ … Dictionary of Greek